Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ῥοδαλός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ῥοδαλ
ός
ἡ
ῥοδαλ
ή
τὸ
ῥοδαλ
όν
γενική
τοῦ
ῥοδαλ
οῦ
τῆς
ῥοδαλ
ῆς
τοῦ
ῥοδαλ
οῦ
δοτική
τῷ
ῥοδαλ
ῷ
τῇ
ῥοδαλ
ῇ
τῷ
ῥοδαλ
ῷ
αιτιατική
τὸν
ῥοδαλ
όν
τὴν
ῥοδαλ
ήν
τὸ
ῥοδαλ
όν
κλητική
ὦ
!
ῥοδαλ
έ
ῥοδαλ
ή
ῥοδαλ
όν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ῥοδαλ
οί
αἱ
ῥοδαλ
αί
τὰ
ῥοδαλ
ᾰ́
γενική
τῶν
ῥοδαλ
ῶν
τῶν
ῥοδαλ
ῶν
τῶν
ῥοδαλ
ῶν
δοτική
τοῖς
ῥοδαλ
οῖς
ταῖς
ῥοδαλ
αῖς
τοῖς
ῥοδαλ
οῖς
αιτιατική
τοὺς
ῥοδαλ
ούς
τὰς
ῥοδαλ
ᾱ́ς
τὰ
ῥοδαλ
ᾰ́
κλητική
ὦ
!
ῥοδαλ
οί
ῥοδαλ
αί
ῥοδαλ
ᾰ́
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ῥοδαλ
ώ
τὼ
ῥοδαλ
ᾱ́
τὼ
ῥοδαλ
ώ
γεν-δοτ
τοῖν
ῥοδαλ
οῖν
τοῖν
ῥοδαλ
αῖν
τοῖν
ῥοδαλ
οῖν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'καλός'
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ῥοδαλός
<
ῥόδον
Επίθετο
επεξεργασία
ῥοδαλός, -ή, -ό
(ῥοδ
ᾰ
λός)
ροδαλός