γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ῥοδαλός ῥοδαλή τὸ ῥοδαλόν
      γενική τοῦ ῥοδαλοῦ τῆς ῥοδαλῆς τοῦ ῥοδαλοῦ
      δοτική τῷ ῥοδαλ τῇ ῥοδαλ τῷ ῥοδαλ
    αιτιατική τὸν ῥοδαλόν τὴν ῥοδαλήν τὸ ῥοδαλόν
     κλητική ! ῥοδαλέ ῥοδαλή ῥοδαλόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ῥοδαλοί αἱ ῥοδαλαί τὰ ῥοδαλᾰ́
      γενική τῶν ῥοδαλῶν τῶν ῥοδαλῶν τῶν ῥοδαλῶν
      δοτική τοῖς ῥοδαλοῖς ταῖς ῥοδαλαῖς τοῖς ῥοδαλοῖς
    αιτιατική τοὺς ῥοδαλούς τὰς ῥοδαλᾱ́ς τὰ ῥοδαλᾰ́
     κλητική ! ῥοδαλοί ῥοδαλαί ῥοδαλᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ῥοδαλώ τὼ ῥοδαλᾱ́ τὼ ῥοδαλώ
      γεν-δοτ τοῖν ῥοδαλοῖν τοῖν ῥοδαλαῖν τοῖν ῥοδαλοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥοδαλός < ῥόδον

  Επίθετο

επεξεργασία

ῥοδαλός, -ή, -ό (ῥοδλός)