ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ῥάδαμνος οἱ ῥάδαμνοι
      γενική τοῦ ῥαδάμνου τῶν ῥαδάμνων
      δοτική τῷ ῥαδάμν τοῖς ῥαδάμνοις
    αιτιατική τὸν ῥάδαμνον τοὺς ῥαδάμνους
     κλητική ! ῥάδαμνε ῥάδαμνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥαδάμνω
γεν-δοτ τοῖν  ῥαδάμνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ῥάδαμνος < Πιθανόν προέλευσης από την προελληνική .[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ῥάδαμνος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v.- ῥάδαμνος σελ. 1270 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.