γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὠνούμενος ὠνουμένη τὸ ὠνούμενον
      γενική τοῦ ὠνουμένου τῆς ὠνουμένης τοῦ ὠνουμένου
      δοτική τῷ ὠνουμέν τῇ ὠνουμέν τῷ ὠνουμέν
    αιτιατική τὸν ὠνούμενον τὴν ὠνουμένην τὸ ὠνούμενον
     κλητική ! ὠνούμενε ὠνουμένη ὠνούμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὠνούμενοι αἱ ὠνούμεναι τὰ ὠνούμεν
      γενική τῶν ὠνουμένων τῶν ὠνουμένων τῶν ὠνουμένων
      δοτική τοῖς ὠνουμένοις ταῖς ὠνουμέναις τοῖς ὠνουμένοις
    αιτιατική τοὺς ὠνουμένους τὰς ὠνουμένᾱς τὰ ὠνούμεν
     κλητική ! ὠνούμενοι ὠνούμεναι ὠνούμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠνουμένω τὼ ὠνουμέν τὼ ὠνουμένω
      γεν-δοτ τοῖν ὠνουμένοιν τοῖν ὠνουμέναιν τοῖν ὠνουμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ὠνούμενος, -η, -ον