Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὑπήνη αἱ ὑπῆναι
      γενική τῆς ὑπήνης τῶν ὑπηνῶν
      δοτική τῇ ὑπήν ταῖς ὑπήναις
    αιτιατική τὴν ὑπήνην τὰς ὑπήνᾱς
     κλητική ! ὑπήνη ὑπῆναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὑπήν
γεν-δοτ τοῖν  ὑπήναιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπήνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὑπήνη, -ης θηλυκό

  1. μούσι, η γενειάδα
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 1286 (1285-1286)
    ἐν κασαυρείοισι λείχων τὴν ἀπόπτυστον δρόσον, | καὶ μολύνων τὴν ὑπήνην καὶ κυκῶν τὰς ἐσχάρας,
    νά, μες στα μπορντέλα βρομίζει τη γλώσσα του γλείφοντας τα υγρά που φέρνουν αναγούλα, | και λερώνει τα γένια του και μαλάζει τον γυναικείο πάτο.
    Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 13, 19 565f, @scaife.perseus, @el.wikisource
    οὐ δεῖ οὖν οὕτως ἐσταλμένους περὶ ἀργύριον ἐπτοῆσθαι καὶ ἐρωμένους περιάγεσθαι ξυρουμένους τὴν ὑπήνην καὶ τὸν ὄρρον τοὺς ἀκολουθοῦντας
    ἐν τῷ Λυκείῳ μετὰ σοφιστῶν, νὴ Δία,
    λεπτῶν, ἀσίτων, σκυτίνων,
    ὁ κατὰ τὸν Ἀντιφάνην.
    ※  2/3ος↓ αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 2, 75 67c, @scaife.perseus, @el.wikisource
    ἀνεμολύνθη τὴν ὑπήνην τῷ γάρῳ.
     συνώνυμα: γένειον
  2. το μέρος του προσώπου ανάμεσα στο επάνω χείλι και στη μύτη, όπου φυτρώνει το μουστάκι
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 3, 11 @scaife.perseus
    Περὶ δὲ τὸ γένειον τοῖς μὲν συμβαίνει καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ γένειον δασὺ ἔχειν, τοῖς δὲ ταῦτα μὲν λεῖα τὰς σιαγόνας δὲ δασείας·

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία