Ὁμηριστής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ὁμηριστής | οἱ | Ὁμηρισταί |
γενική | τοῦ | Ὁμηριστοῦ | τῶν | Ὁμηριστῶν |
δοτική | τῷ | Ὁμηριστῇ | τοῖς | Ὁμηρισταῖς |
αιτιατική | τὸν | Ὁμηριστήν | τοὺς | Ὁμηριστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | Ὁμηριστᾰ́ | Ὁμηρισταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ὁμηριστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ὁμηρισταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαὉμηριστής αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ραψωδός
- (ελληνιστική κοινή) ηθοποιός που παριστάνει σκηνές από τα έπη του Ομήρου