ὀχλεύς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὀχλεύς | οἱ | ὀχλεῖς | ||||
γενική | τοῦ | ὀχλέως | τῶν | ὀχλέων | ||||
δοτική | τῷ | ὀχλεῖ | τοῖς | ὀχλεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ὀχλέᾱ | τοὺς | ὀχλέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ὀχλεῦ | ὀχλεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀχλεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀχλέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὀχλεύς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὀχλεύς, -έως αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) συνώνυμο του μοχλός στον Ησύχιο
- ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ο
- <'ὀχλεύς> μοχλός r. στρόφιξ. δεσμός. ἕρμα. πόρπη
Πηγές επεξεργασία
- ὀχλεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.