Δείτε επίσης: οπισθοβατικός
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὀπισθοβατικός ὀπισθοβατική τὸ ὀπισθοβατικόν
      γενική τοῦ ὀπισθοβατικοῦ τῆς ὀπισθοβατικῆς τοῦ ὀπισθοβατικοῦ
      δοτική τῷ ὀπισθοβατικ τῇ ὀπισθοβατικ τῷ ὀπισθοβατικ
    αιτιατική τὸν ὀπισθοβατικόν τὴν ὀπισθοβατικήν τὸ ὀπισθοβατικόν
     κλητική ! ὀπισθοβατικέ ὀπισθοβατική ὀπισθοβατικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὀπισθοβατικοί αἱ ὀπισθοβατικαί τὰ ὀπισθοβατικᾰ́
      γενική τῶν ὀπισθοβατικῶν τῶν ὀπισθοβατικῶν τῶν ὀπισθοβατικῶν
      δοτική τοῖς ὀπισθοβατικοῖς ταῖς ὀπισθοβατικαῖς τοῖς ὀπισθοβατικοῖς
    αιτιατική τοὺς ὀπισθοβατικούς τὰς ὀπισθοβατικᾱ́ς τὰ ὀπισθοβατικᾰ́
     κλητική ! ὀπισθοβατικοί ὀπισθοβατικαί ὀπισθοβατικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὀπισθοβατικώ τὼ ὀπισθοβατικᾱ́ τὼ ὀπισθοβατικώ
      γεν-δοτ τοῖν ὀπισθοβατικοῖν τοῖν ὀπισθοβατικαῖν τοῖν ὀπισθοβατικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὀπισθοβατικός < ὀπισθοβάτ(ης) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ὀπισθοβατικός, -ή, -όν