ὀνηλάτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὀνηλάτης | οἱ | ὀνηλάται |
γενική | τοῦ | ὀνηλάτου | τῶν | ὀνηλατῶν |
δοτική | τῷ | ὀνηλάτῃ | τοῖς | ὀνηλάταις |
αιτιατική | τὸν | ὀνηλάτην | τοὺς | ὀνηλάτᾱς |
κλητική ὦ! | ὀνηλάτᾰ | ὀνηλάται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀνηλάτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀνηλάταιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαὀνηλάτης αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- ὀνηλάτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀνηλάτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.