Δείτε επίσης: ονηλάτης

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀνηλάτης οἱ ὀνηλάται
      γενική τοῦ ὀνηλάτου τῶν ὀνηλατῶν
      δοτική τῷ ὀνηλάτ τοῖς ὀνηλάταις
    αιτιατική τὸν ὀνηλάτην τοὺς ὀνηλάτᾱς
     κλητική ! ὀνηλάτ ὀνηλάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀνηλάτ
γεν-δοτ τοῖν  ὀνηλάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀνηλάτης < ὄν(ος) + -ηλάτης < ἐλαύνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀνηλάτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία