Δείτε επίσης: ονείρωξη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὀνείρωξῐς αἱ ὀνειρώξεις
      γενική τῆς ὀνειρώξεως τῶν ὀνειρώξεων
      δοτική τῇ ὀνειρώξει ταῖς ὀνειρώξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὀνείρωξῐν τὰς ὀνειρώξεις
     κλητική ! ὀνείρωξῐ ὀνειρώξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀνειρώξει
γεν-δοτ τοῖν  ὀνειρωξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὀνείρωξις < ὄνειρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὀνείρωξις, -εως θηλυκό

  1. παραίσθηση, ονειροπόληση
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Τίμαιος, 52b (52b-52c) @scaife.perseus.org
    ταῦτα δὴ πάντα καὶ τούτων ἄλλα ἀδελφὰ καὶ περὶ τὴν ἄυπνον καὶ ἀληθῶς φύσιν ὑπάρχουσαν ὑπὸ ταύτης τῆς ὀνειρώξεως οὐ δυνατοὶ γιγνόμεθα ἐγερθέντες διοριζόμενοι τἀληθὲς λέγειν, ὡς εἰκόνι μέν, ἐπείπερ οὐδʼ αὐτὸ τοῦτο ἐφʼ ᾧ γέγονεν ἑαυτῆς ἐστιν,
  2. (ιατρική) ονείρωξη, ρεύση
    ※  3ος↓ αιώνας Πορφύριος, Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων (De absinentia) 4.20, @scaife.perseus
    καὶ καθάπαξ ἀφροδίσια καὶ ὀνειρώξεις, ὅτι ψυχῆς σώματι μεμιγμένης καὶ πρὸς τὴν ἡδονὴν κατασπωμένης. μιαίνει δὲ καὶ τὰ πάθη τῆς ψυχῆς τῇ συμπλοκῇ τοῦ ἀλόγου, θηλυνομένου τοῦ ἐντὸς ἄρρενος.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία