Δείτε επίσης: ἰδιώτης, ιδιώτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἰδιώτης οἱ Ἰδιῶται
      γενική τοῦ Ἰδιώτου τῶν Ἰδιωτῶν
      δοτική τῷ Ἰδιώτ τοῖς Ἰδιώταις
    αιτιατική τὸν Ἰδιώτην τοὺς Ἰδιώτᾱς
     κλητική ! Ἰδιῶτ Ἰδιῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἰδιώτ
γεν-δοτ τοῖν  Ἰδιώταιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἰδιώτης < ἰδιώτης > ἴδι(ος) + -ώτης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἰδιώτης αρσενικό