Ἰδιώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἰδιώτης | οἱ | Ἰδιῶται |
γενική | τοῦ | Ἰδιώτου | τῶν | Ἰδιωτῶν |
δοτική | τῷ | Ἰδιώτῃ | τοῖς | Ἰδιώταις |
αιτιατική | τὸν | Ἰδιώτην | τοὺς | Ἰδιώτᾱς |
κλητική ὦ! | Ἰδιῶτᾰ | Ἰδιῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἰδιώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἰδιώταιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἸδιώτης αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.