Ἰδαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἰδαῖος | ἡ | Ἰδαίᾱ | τὸ | Ἰδαῖον |
γενική | τοῦ | Ἰδαίου | τῆς | Ἰδαίᾱς | τοῦ | Ἰδαίου |
δοτική | τῷ | Ἰδαίῳ | τῇ | Ἰδαίᾳ | τῷ | Ἰδαίῳ |
αιτιατική | τὸν | Ἰδαῖον | τὴν | Ἰδαίᾱν | τὸ | Ἰδαῖον |
κλητική ὦ! | Ἰδαῖε | Ἰδαίᾱ | Ἰδαῖον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | Ἰδαῖοι | αἱ | Ἰδαῖαι | τὰ | Ἰδαῖᾰ |
γενική | τῶν | Ἰδαίων | τῶν | Ἰδαίων | τῶν | Ἰδαίων |
δοτική | τοῖς | Ἰδαίοις | ταῖς | Ἰδαίαις | τοῖς | Ἰδαίοις |
αιτιατική | τοὺς | Ἰδαίους | τὰς | Ἰδαίᾱς | τὰ | Ἰδαῖᾰ |
κλητική ὦ! | Ἰδαῖοι | Ἰδαῖαι | Ἰδαῖᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἰδαίω | τὼ | Ἰδαίᾱ | τὼ | Ἰδαίω |
γεν-δοτ | τοῖν | Ἰδαίοιν | τοῖν | Ἰδαίαιν | τοῖν | Ἰδαίοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ἰδαῖος
- (πατριδωνυμικό) που σχετίζεται, αναφέρερεται ή προέρχεται από το όρος Ἴδη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἸδαῖος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ἰδαῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἰδαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.