Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἶβυξ οἱ ἴβυκες
      γενική τοῦ ἴβυκος τῶν ἰβύκων
      δοτική τῷ ἴβυκ τοῖς ἴβυξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἴβυκ τοὺς ἴβυκᾰς
     κλητική ! ἶβυξ ἴβυκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἴβυκε
γεν-δοτ τοῖν  ἰβύκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἶβυξ < → δείτε ἶβις και τις σημειώσεις στο ἰβύ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἶβυξ αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία