ἶβυξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἶβυξ | οἱ | ἴβυκες |
γενική | τοῦ | ἴβυκος | τῶν | ἰβύκων |
δοτική | τῷ | ἴβυκῐ | τοῖς | ἴβυξῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | ἴβυκᾰ | τοὺς | ἴβυκᾰς |
κλητική ὦ! | ἶβυξ | ἴβυκες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἴβυκε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰβύκοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἶβυξ αρσενικό
- (πτηνό) γραφή του Ησύχιου για το ἶβις
- ※ ἶβυξ· ὀρνέου εἶδος (καὶ ἶβις) (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ι )
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἶβυξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.