Ἴβυκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἴβυκος | οἱ | Ἴβυκοι |
γενική | τοῦ | Ἰβύκου | τῶν | Ἰβύκων |
δοτική | τῷ | Ἰβύκῳ | τοῖς | Ἰβύκοις |
αιτιατική | τὸν | Ἴβυκον | τοὺς | Ἰβύκους |
κλητική ὦ! | Ἴβυκε | Ἴβυκοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἰβύκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἰβύκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἴβυκος < → δείτε ἰβύ και ἴβυξ και τις σημειώσεις στο ἰβύ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἼβυκος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ο Ίβυκος, αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής του 6ου αιώνα π.Κ.Ε. από το Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Ίβυκος στη Βικιπαίδεια
Πηγές
επεξεργασία- Ἴβυκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.