↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἱπποστάσιον τὰ ἱπποστάσι
      γενική τοῦ ἱπποστασίου τῶν ἱπποστασίων
      δοτική τῷ ἱπποστασί τοῖς ἱπποστασίοις
    αιτιατική τὸ ἱπποστάσιον τὰ ἱπποστάσι
     κλητική ! ἱπποστάσιον ἱπποστάσι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱπποστασίω
γεν-δοτ τοῖν  ἱπποστασίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱπποστάσιον < ἱππο- + -στάσιον < ἵππος & στάσις < ἵστημι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱπποστάσιον ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία