ἰυγή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἰυγή | αἱ | ἰυγαί |
γενική | τῆς | ἰυγῆς | τῶν | ἰυγῶν |
δοτική | τῇ | ἰυγῇ | ταῖς | ἰυγαῖς |
αιτιατική | τὴν | ἰυγήν | τὰς | ἰυγᾱ́ς |
κλητική ὦ! | ἰυγή | ἰυγαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἰυγᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰυγαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἰυγή < ἰύζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἰυγή, - ῆς θηλυκό
- φωνή οδύνης, κραυγή, οιμωγή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 43.2
- τὴν δ᾽ ἐπὶ Θερμώδοντι καὶ Ἀσωπῷ λεχεποίῃ
Ἑλλήνων σύνοδον καὶ βαρβαρόφωνον ἰυγήν,
τῇ πολλοὶ πεσέονται ὑπὲρ λάχεσίν τε μόρον τε
τοξοφόρων Μήδων, ὅταν αἴσιμον ἦμαρ ἐπέλθῃ,- … και των Ελλήνων σύναξη και βόγκους των βαρβάρων
στον ποταμό Θερμώδοντα και στ᾽ Ασωπού τις όχθες, στη χλόη που ᾽ναι πνιγμένες,
όπου πολλοί θ᾽ αφανιστούν των τοξοφόρων Μήδων,
πιο πριν από τη μοίρα τους, πριν απ᾽ το ριζικό τους, την ειμαρμένη μέρα. - Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- … και των Ελλήνων σύναξη και βόγκους των βαρβάρων
- τὴν δ᾽ ἐπὶ Θερμώδοντι καὶ Ἀσωπῷ λεχεποίῃ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 752 (751-752)
- [ΝΕ.] τί δ᾽ ἔστιν οὕτω νεοχμὸν ἐξαίφνης, ὅτου | τοσήνδ᾽ ἰυγὴν καὶ στόνον σαυτοῦ ποῇ;
- [ΝΕΟ.] Μα τί κακό ᾽ναι τούτο το ξαφνικό, | που τόσο να βογκάς σε κάνει και να κλαις τον εαυτό σου;
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 43.2
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἰύζω
Πηγές
επεξεργασία- ἰυγή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἰυγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.