↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἡγησίλεως οἱ Ἡγησίλε
      γενική τοῦ Ἡγησίλεω τῶν Ἡγησίλεων
      δοτική τῷ Ἡγησίλε τοῖς Ἡγησίλεῳς
    αιτιατική τὸν Ἡγησίλεων τοὺς Ἡγησίλεως
     κλητική ! Ἡγησίλεως Ἡγησίλε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἡγησίλεω
γεν-δοτ τοῖν  Ἡγησίλεῳν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'πρόνεως' όπως «πρόνεως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἡγησίλεως < (ἡγέομαι) Ἡγησί- + -λεως (λεώς)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἡγησίλεως αρσενικό