Ἡγησίλεως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἡγησίλεως | οἱ | Ἡγησίλεῳ |
γενική | τοῦ | Ἡγησίλεω | τῶν | Ἡγησίλεων |
δοτική | τῷ | Ἡγησίλεῳ | τοῖς | Ἡγησίλεῳς |
αιτιατική | τὸν | Ἡγησίλεων | τοὺς | Ἡγησίλεως |
κλητική ὦ! | Ἡγησίλεως | Ἡγησίλεῳ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἡγησίλεω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἡγησίλεῳν | ||
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'πρόνεως' όπως «πρόνεως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἩγησίλεως αρσενικό
- ανδρικό όνομα, άλλη μορφή του Ἀγησίλαος
Πηγές
επεξεργασία- Ἡγησίλεως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.
- P. M. Fraser, E. Matthews and R. W. V. Catling 2005 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. IV: Macedonia. Thrace, Northern Shores of the Black Sea, Oxford: Oxford University Press
- Ἡγησίλεως - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven