Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾱγησῐλαο-
ονομαστική Ἀγησίλαος οἱ Ἀγησίλαοι
      γενική τοῦ Ἀγησιλάου τῶν Ἀγησιλάων
      δοτική τῷ Ἀγησιλά τοῖς Ἀγησιλάοις
    αιτιατική τὸν Ἀγησίλαον τοὺς Ἀγησιλάους
     κλητική ! Ἀγησίλαε Ἀγησίλαοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀγησιλάω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀγησιλάοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀγησίλαος < ἀγησίλαος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀγησίλαος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία