Ἀγησίλαος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾱγησῐλαο- | |||||
ονομαστική | ὁ | Ἀγησίλαος | οἱ | Ἀγησίλαοι | |
γενική | τοῦ | Ἀγησιλάου | τῶν | Ἀγησιλάων | |
δοτική | τῷ | Ἀγησιλάῳ | τοῖς | Ἀγησιλάοις | |
αιτιατική | τὸν | Ἀγησίλαον | τοὺς | Ἀγησιλάους | |
κλητική ὦ! | Ἀγησίλαε | Ἀγησίλαοι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀγησιλάω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀγησιλάοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀγησίλαος < ἀγησίλαος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈγησίλαος αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἀγησίλαος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.