Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγησίλαος < ἡγέομαι + λαός

  Επίθετο

επεξεργασία
ἀγησίλαος, -ος, -ον
  1. αυτός που οδηγεί λαό ακόμα και στον Άδη
  2. κύριο όνομα βασιλέων της Σπάρτης

Δείτε επίσης

επεξεργασία