Δείτε επίσης: Λεώς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λεω-
ονομαστική λεώς οἱ λε
      γενική τοῦ λεώ τῶν λεών
      δοτική τῷ λε τοῖς λεῴς
    αιτιατική τὸν λεών τοὺς λεώς
     κλητική ! λεώς λε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεώ
γεν-δοτ τοῖν  λεῴν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'νεώς' όπως «νεώς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λεώς αρσενικό

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία