ἡμιφάλακρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἡμιφάλακρος | τὸ | ἡμιφάλακρον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἡμιφαλάκρου | τοῦ | ἡμιφαλάκρου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἡμιφαλάκρῳ | τῷ | ἡμιφαλάκρῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἡμιφάλακρον | τὸ | ἡμιφάλακρον | ||
κλητική ὦ! | ἡμιφάλακρε | ἡμιφάλακρον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἡμιφάλακροι | τὰ | ἡμιφάλακρᾰ | ||
γενική | τῶν | ἡμιφαλάκρων | τῶν | ἡμιφαλάκρων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἡμιφαλάκροις | τοῖς | ἡμιφαλάκροις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἡμιφαλάκρους | τὰ | ἡμιφάλακρᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἡμιφάλακροι | ἡμιφάλακρᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡμιφαλάκρω | τὼ | ἡμιφαλάκρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἡμιφαλάκροιν | τοῖν | ἡμιφαλάκροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἡμιφάλακρος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) αυτός που είναι μισός φαλακρός
Πηγές
επεξεργασία- ἡμιφάλακρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡμιφάλακρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.