ἠπίαλος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἠπίαλος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἠπίαλος αρσενικό
- πυρετός με ρίγος
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀερίων ὑδάτων καὶ τόπων, De aere, aquis, locis, 3, p.18, @scaife.perseus
- τοῖσι δὲ ἀνδράσι δυσεντερίας καὶ διαῤῥοίας καὶ ἠπιάλους καὶ πυρετοὺς πολυχρονίους χειμερινοὺς καὶ ἐπινυκτίδας πολλὰς καὶ αἱμοῤῥοΐδας ἐν τῇ ἕδρῃ.
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀερίων ὑδάτων καὶ τόπων, De aere, aquis, locis, 3, p.18, @scaife.perseus
- εφιάλτης, άσχημο όνειρο
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1038 (1037-1039)
- φησίν τε μετ᾽ αὐτὸν | τοῖς ἠπιάλοις ἐπιχειρῆσαι πέρυσιν καὶ τοῖς πυρετοῖσιν, | οἳ τοὺς πατέρας τ᾽ ἦγχον νύκτωρ καὶ τοὺς πάππους ἀπέπνιγον,
- Αργότερα πάλι, | πέρσι λέω, καταπιάστηκε μ᾽ άλλα δεινά, | τους γνωστούς πυρετούς, τους βραχνάδες, | που στραγγάλιζαν μέσα στις μαύρες νυχτιές τους γονιούς σας, που πνίγαν παππούδες,
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- φησίν τε μετ᾽ αὐτὸν | τοῖς ἠπιάλοις ἐπιχειρῆσαι πέρυσιν καὶ τοῖς πυρετοῖσιν, | οἳ τοὺς πατέρας τ᾽ ἦγχον νύκτωρ καὶ τοὺς πάππους ἀπέπνιγον,
- ※ 5ος/4ος↑ αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1038 (1037-1039)
Συγγενικά επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἠπίαλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἠπίαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.