↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἠπίαλος οἱ ἠπίαλοι
      γενική τοῦ ἠπιάλου τῶν ἠπιάλων
      δοτική τῷ ἠπιάλ τοῖς ἠπιάλοις
    αιτιατική τὸν ἠπίαλον τοὺς ἠπιάλους
     κλητική ! ἠπίαλε ἠπίαλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἠπιάλω
γεν-δοτ τοῖν  ἠπιάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἠπίαλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἠπίαλος, -ου αρσενικό

  1. πυρετός με ρίγος
    ※  5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἀερίων ὑδάτων καὶ τόπων, De aere, aquis, locis, 3, p.18, @scaife.perseus
    τοῖσι δὲ ἀνδράσι δυσεντερίας καὶ διαῤῥοίας καὶ ἠπιάλους καὶ πυρετοὺς πολυχρονίους χειμερινοὺς καὶ ἐπινυκτίδας πολλὰς καὶ αἱμοῤῥοΐδας ἐν τῇ ἕδρῃ.
  2. εφιάλτης, άσχημο όνειρο
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Σφῆκες, στίχ. 1038 (1037-1039)
    φησίν τε μετ᾽ αὐτὸν | τοῖς ἠπιάλοις ἐπιχειρῆσαι πέρυσιν καὶ τοῖς πυρετοῖσιν, | οἳ τοὺς πατέρας τ᾽ ἦγχον νύκτωρ καὶ τοὺς πάππους ἀπέπνιγον,
    Αργότερα πάλι, | πέρσι λέω, καταπιάστηκε μ᾽ άλλα δεινά, | τους γνωστούς πυρετούς, τους βραχνάδες, | που στραγγάλιζαν μέσα στις μαύρες νυχτιές τους γονιούς σας, που πνίγαν παππούδες,
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία