Δείτε επίσης: Ἐράςιππος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐράσιππος οἱ Ἐράσιπποι
      γενική τοῦ Ἐρασίππου τῶν Ἐρασίππων
      δοτική τῷ Ἐρασίππ τοῖς Ἐρασίπποις
    αιτιατική τὸν Ἐράσιππον τοὺς Ἐρασίππους
     κλητική ! Ἐράσιππε Ἐράσιπποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐρασίππω
γεν-δοτ τοῖν  Ἐρασίπποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἐράσιππος < Ἐράςιππος < (ελληνιστική κοινήἔρασις (< αρχαία ελληνική ἔραμαι) + αρχαία ελληνική ἵππος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἐράσιππος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία