Δείτε επίσης: ετερογαμία

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑτερογαμία < ἑτερόγαμος: (αυτός που τελεί δεύτερο γάμο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑτερογαμία θηλυκό

  • ο δεύτερος γάμος
    ※  12ος αιώνας, Ιωάννης Τζέτζης, Σχόλια εις Λυκόφρονα, 1317 @books.google
    Κεραΐδα δὲ ταύτην καλεῖ, παρ' ὅσον κατέτηξεν ἑαυτὴν διὰ τὴν λύπην τῆς ἑτερογαμίας τοῦ Ἰάσονος.
    Ισαακίου και Ιωάννου Τζέτζη, Σχόλια εις Λυκόφρονα, Λειψία, Γερμανία (1811):nunc primum emendavit, notis illustr., comm. addidit et indicibus instruxit C.G. Müller. Τόμος 2, σελ. 1001.

Συγγενικά επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ἑτερογαμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἑτερογαμί αἱ ἑτερογαμίαι
      γενική τῆς ἑτερογαμίᾱς τῶν ἑτερογαμιῶν
      δοτική τῇ ἑτερογαμί ταῖς ἑτερογαμίαις
    αιτιατική τὴν ἑτερογαμίᾱν τὰς ἑτερογαμίᾱς
     κλητική ! ἑτερογαμί ἑτερογαμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἑτερογαμί
γεν-δοτ τοῖν  ἑτερογαμίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἑτερογαμία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἑτερογαμία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • (ελληνιστική κοινή) ο γάμος με άπιστο, με αλλόθρησκο
    ※  4ος κε αιώνας Δίδυμος ο Τυφλός, Αποσπάσματα σχολίων στην Β' Προς Κορινθίους Επιστολή, 11 @catholiclibrary.org
    Ἐκκλησιαστικῇ συνηθείᾳ, μᾶλλον δὲ γραφικῇ σύζυγοι αἱ γαμεταὶ τοῖς ἀνδράσι λέγονται. κωλύει γοῦν καὶ διὰ τῶν προκειμένων ἑτερογαμίαν, γράφων· μὴ ἔσεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις, μονονουχὶ τοῦτο λέγων· πιστὸς ἀνὴρ μὴ ἀγέσθω ἄπιστον γαμετήν. σὺ μὲν γὰρ ὑπὸ τὸν χρηστὸν Ἰησοῦ ζυγὸν ὑπάρχεις, ἐκείνη δὲ ὑπὸ ζυγὸν πονηροῦ τινός ἐστιν. ὁμοίως ἡ πίστιν ἔχουσα γυνὴ μὴ ζευγνύσθω ἀνθρώπῳ εἰδωλολάτρῃ. .... εἰ γὰρ υἱοὶ καὶ θυγατέρες θεοῦ γίνεσθε ἀφορισθέντες τῶν ἀκαθάρτων ἀπίστων, μὴ τῷ αὐτῷ ζυγῷ ὑποβάλητε ἑαυτοὺς ἵνα τῶν ἱερῶν τούτων ἀμοιβῶν τύχητε, καθαρίσαντες ἑαυτοὺς ἀπὸ πάντων μιασμάτων τῶν ἐξ ἑτερογαμίας γινομένων σαρκίνων ὄντων· τότε γὰρ τὴν τοῦ πνεύματος πρακτικῶς καὶ τῷ φρονεῖν ἐπιτελέσετε ἁγιωσύνην.

  Πηγές επεξεργασία