↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ἐριβῶλαξ οἱ/αἱ ἐριβώλακες
      γενική τοῦ/τῆς ἐριβώλακος τῶν ἐριβωλάκων
      δοτική τῷ/τῇ ἐριβώλακ τοῖς/ταῖς ἐριβώλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐριβώλακ τοὺς/τὰς ἐριβώλακᾰς
     κλητική ! ἐριβῶλαξ ἐριβώλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐριβώλακε
γεν-δοτ τοῖν  ἐριβωλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἐριβῶλαξ < ἐρι- + βῶλαξ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἐριβῶλαξ αρσενικό ή θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) που έχει μεγάλους βώλους
  2. (μεταφορικά) εύφορος, γόνιμος, καρποφόρος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 301 (300-303)
    […] ὃ δ' ἄγχ' αὐτοῖο πέσε πρηνὴς ἐπὶ νεκρῷ
    τῆλ' ἀπὸ Λαρίσης ἐριβώλακος, οὐδὲ τοκεῦσι
    θρέπτρα φίλοις ἀπέδωκε, μινυνθάδιος δέ οἱ αἰὼν
    ἔπλεθ' ὑπ' Αἴαντος μεγαθύμου δουρὶ δαμέντι.
    Σκηνή: ο Αίας σκοτώνει τον Ιππόθοο που προσπαθεί να πάρει το σώμα του νεκρού Πάτροκλου.
    — Μετάφραση (1936): Αλέξανδρος Πάλλης στη Βικιθήκη
    στρώθηκε εκεί τ' απίστομα στον Πάτροκλο από πάνου,
    μακριά απ' την πλούσια Λάρισσα, και να γεροκομήσει
    γραφτό δεν τούταν τους γονιούς, μόν τούκοψε τα νιάτα
    ο Αίας, γίγας μαχητής, με το πικρό κοντάρι.
    — Μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς @greek‑language.gr
    κι επίστομ᾽ έπεσε νεκρός εις του νεκρού το πλάγι
    από την Λάρισαν μακράν, και τους γλυκούς γονείς του
    δεν αντιγεροκόμησεν, ότ᾽ η ζωή του εκόπη
    απ᾽ του μεγάλου Αίαντος το δυνατό κοντάρι·

Άλλες μορφές

επεξεργασία