Δείτε επίσης: επιζήσας

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐπιζήσᾱς ἐπιζήσᾱσ τὸ ἐπιζῆσᾰν
      γενική τοῦ ἐπιζήσᾰντος τῆς ἐπιζησᾱ́σης τοῦ ἐπιζήσᾰντος
      δοτική τῷ ἐπιζήσᾰντ τῇ ἐπιζησᾱ́σ τῷ ἐπιζήσᾰντ
    αιτιατική τὸν ἐπιζήσᾰντ τὴν ἐπιζήσᾱσᾰν τὸ ἐπιζῆσᾰν
     κλητική ! ἐπιζήσᾱς ἐπιζήσᾱσ ἐπιζῆσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐπιζήσᾰντες αἱ ἐπιζήσᾱσαι τὰ ἐπιζήσᾰντ
      γενική τῶν ἐπιζησᾰ́ντων τῶν ἐπιζησᾱσῶν τῶν ἐπιζησᾰ́ντων
      δοτική τοῖς ἐπιζήσᾱσῐ(ν) ταῖς ἐπιζησᾱ́σαις τοῖς ἐπιζήσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἐπιζήσᾰντᾰς τὰς ἐπιζησᾱ́σᾱς τὰ ἐπιζήσᾰντ
     κλητική ! ἐπιζήσᾰντες ἐπιζήσᾱσαι ἐπιζήσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιζήσᾰντε τὼ ἐπιζησᾱ́σ τὼ ἐπιζήσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιζήσᾰ́ντοιν τοῖν ἐπιζησᾱ́σαιν τοῖν ἐπιζησᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

ἐπιζήσας, -ασα, -αν