ἐπιβουλεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἐπιβουλεύω | ἐπιβουλεύομαι |
Παρατατικός | ἐπεβούλευον | ἐπεβουλευόμην |
Μέλλοντας | ἐπιβουλεύσω | ἐπιβουλεύσομαι, ἐπιβουλευθήσομαι |
Αόριστος | ἐπεβούλευσα | ἐπεβουλευσάμην, ἐπεβουλεύθην |
Παρακείμενος | ἐπιβεβούλευκα | ἐπιβεβούλευμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐπεβεβουλεύκειν | ἐπεβεβουλεύμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἐπιβουλεύω
- σχεδιάζω κάτι ύπουλα, συνωμοτώ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 97.1
- καὶ τῷ Δηλίῳ ἐπεβούλευον ὡς προσβαλοῦντες.
- άρχισαν να ετοιμάζουν σχέδιο για να επιτεθούν εναντίον του Δηλίου.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ τῷ Δηλίῳ ἐπεβούλευον ὡς προσβαλοῦντες.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 97.1
- (+ δοτική προσ.) μηχανορραφώ εναντίον κάποιου
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 132.2
- τῶν καὶ Ἡρόδοτος ὁ Βασιληίδεω ἦν· οἳ στασιῶται σφίσι γενόμενοι ἐπεβούλευον θάνατον Στράττι τῷ Χίου τυράννῳ,
- ανάμεσά τους ήταν κι ο Ηρόδοτος, ο γιος του Βασιλείδη· αυτοί οργάνωσαν συνωμοσία και σχεδίαζαν να θανατώσουν τον Στράττη, τον τύραννο της Χίου·
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- τῶν καὶ Ἡρόδοτος ὁ Βασιληίδεω ἦν· οἳ στασιῶται σφίσι γενόμενοι ἐπεβούλευον θάνατον Στράττι τῷ Χίου τυράννῳ,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 132.2
- (+ δοτική πράγμ.) κάνω σχέδια για κάτι, σκοπεύω σε κάτι, αποβλέπω σε κάτι
- (+ απαρέμφατο) προτίθεμαι, σκοπεύω, υπολογίζω, σχεδιάζω να κάνω κάτι
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 88
- δεῖ δὴ τοῦτο τὸ πρᾶγμ᾽ ὑμᾶς οὑτωσὶ σκέψασθαι, καὶ λογίσασθαι τί ποτ᾽ ἔσθ᾽ ὃ παθὼν Μειδίας οὕτως ὠμὸν τηλικαύτην ἐπεβούλευσε λαβεῖν τῶν πεπραγμένων παρ᾽ ἀνδρὸς πολίτου δίκην,
- Πρέπει τώρα να εξετάσετε το ζήτημα από νέο πρίσμα και να σκεφθείτε τί τόσο φοβερό τέλος πάντων έπαθε ο Μειδίας, ώστε να σχεδιάσει μία τόσο σκληρή τιμωρία σε βάρος ενός συμπολίτη του·
- Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου @greek‑language.gr
- δεῖ δὴ τοῦτο τὸ πρᾶγμ᾽ ὑμᾶς οὑτωσὶ σκέψασθαι, καὶ λογίσασθαι τί ποτ᾽ ἔσθ᾽ ὃ παθὼν Μειδίας οὕτως ὠμὸν τηλικαύτην ἐπεβούλευσε λαβεῖν τῶν πεπραγμένων παρ᾽ ἀνδρὸς πολίτου δίκην,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 88
- (στην παθητική φωνή) είμαι αντικείμενο επιβουλών, συνωμοσιών
- (στην παθητική φωνή) (για πράγματα) σχεδιάζομαι εναντίον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 96.3
- Τοὺς δὲ Αἰτωλοὺς οὐκ ἐλάνθανεν αὕτη ἡ παρασκευὴ οὔτε ὅτε τὸ πρῶτον ἐπεβουλεύετο,
- Αλλά όλη η ετοιμασία αυτή δεν πέρασε απαρατήρητη απ᾽ τους Αιτωλούς, ούτε καν στην αρχή όταν σχεδιαζόταν,
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- Τοὺς δὲ Αἰτωλοὺς οὐκ ἐλάνθανεν αὕτη ἡ παρασκευὴ οὔτε ὅτε τὸ πρῶτον ἐπεβουλεύετο,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 96.3
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- ἀνεπιβούλευτος
- ἀντεπιβουλεύω
- αὐτεπιβούλευτος
- αὐτοβούλως
- δυσεπιβούλευτος
- ἐπιβούλευμα
- ἐπιβουλευόμενα (ουδέτερο πληθυντικός οι επιβουλές, οι μηχανορραφίες)
- ἐπιβούλευσις
- ἐπιβουλευτής
- ἐπιβουλευτικός
- ἐπιβουλεύων (& αρσενικό ο συνωμότης)
- ἐπιβουλή
- ἐπιβουλία
- ἐπίβουλος
- ἀνεπιβούλως
- ἐπιβούλως
- ἐπιβουλευτικῶς
- εὐεπιβούλευτος
- προεπιβουλεύω
- συνεπιβουλεύω
→ και δείτε τη λέξη βουλή
Πηγές
επεξεργασία- ἐπιβουλεύω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἐπιβουλεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπιβουλεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.