ἐξωμοσία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐξωμοσίᾱ | αἱ | ἐξωμοσίαι |
γενική | τῆς | ἐξωμοσίᾱς | τῶν | ἐξωμοσιῶν |
δοτική | τῇ | ἐξωμοσίᾳ | ταῖς | ἐξωμοσίαις |
αιτιατική | τὴν | ἐξωμοσίᾱν | τὰς | ἐξωμοσίᾱς |
κλητική ὦ! | ἐξωμοσίᾱ | ἐξωμοσίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξωμοσίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐξωμοσίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἐξωμοσία θηλυκό
- (νομικός όρος) ένορκη δήλωση πως κάποιος δεν γνωρίζει κάτι
- (ελληνιστική κοινή) (ένορκη) απόρριψη (π.χ. ενός αξιώματος)
- (ελληνιστική κοινή) αφιέρωμα