Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἐμφανισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ἐμφανισμ
ός
οι
ἐμφανισμ
οί
γενική
του
ἐμφανισμ
ού
των
ἐμφανισμ
ών
αιτιατική
τον
ἐμφανισμ
ό
τους
ἐμφανισμ
ούς
κλητική
ἐμφανισμ
έ
ἐμφανισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἐμφανισμός
<
ἐμφανίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἐμφανισμός
αρσενικό
εκδήλωση
,
έκφραση
,
πληροφορία
,
εξήγηση
,
ερμηνεία
αποκάλυψη