Ἀχλάδιον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Ἀχλάδιον | τὰ | Ἀχλάδια | ||||
γενική | τοῦ | Ἀχλαδίου | τῶν | Ἀχλαδίων | ||||
δοτική | τῷ | Ἀχλαδίῳ | τοῖς | Ἀχλαδίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Ἀχλάδιον | τὰ | Ἀχλάδια | ||||
κλητική ὦ! | Ἀχλάδιον | Ἀχλάδια | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈxla.ði.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ἀ‐χλά‐δι‐ον
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈχλάδιον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- → δείτε τη λέξη Αχλάδι