↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀχιλλείδης οἱ Ἀχιλλεῖδαι
      γενική τοῦ Ἀχιλλείδου τῶν Ἀχιλλειδῶν
      δοτική τῷ Ἀχιλλείδ τοῖς Ἀχιλλείδαις
    αιτιατική τὸν Ἀχιλλείδην τοὺς Ἀχιλλείδᾱς
     κλητική ! Ἀχιλλείδη Ἀχιλλεῖδαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀχιλλείδ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀχιλλείδαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Ἀτρείδης' όπως «Ἀτρείδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀχιλλείδης < Ἀχιλλεύς, Ἀχιλλε- + -ίδης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀχιλλείδης [ᾰ] αρσενικό