Ἀρτεσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀρτεσία | αἱ | Ἀρτεσίαι | ||||
γενική | τῆς | Ἀρτεσίας | τῶν | Ἀρτεσιῶν | ||||
δοτική | τῇ | Ἀρτεσίᾳ | ταῖς | Ἀρτεσίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | Ἀρτεσίαν | τὰς | Ἀρτεσίας | ||||
κλητική ὦ! | Ἀρτεσία | Ἀρτεσίαι | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ἀρτεσία < (αναδρομικός σχηματισμός) ἀρτεσιανός < γαλλική artésien
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.teˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ἀρ‐τε‐σί‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ἀρτεσία θηλυκό
- επαρχία της Γαλλίας πριν τη Γαλλική Επανάσταση