ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Ἀντικυρικόν τὰ Ἀντικυρικᾰ́
      γενική τοῦ Ἀντικυρικοῦ τῶν Ἀντικυρικῶν
      δοτική τῷ Ἀντικυρικ τοῖς Ἀντικυρικοῖς
    αιτιατική τὸ Ἀντικυρικόν τὰ Ἀντικυρικᾰ́
     κλητική ! Ἀντικυρικόν Ἀντικυρικᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀντικυρικώ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀντικυρικοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀντικυρικόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Ἀντικυρικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ἀντικυρικόν ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία