Ἀνάφλυστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀνάφλυστος | οἱ | Ἀνάφλυστοι |
γενική | τοῦ | Ἀναφλύστου | τῶν | Ἀναφλύστων |
δοτική | τῷ | Ἀναφλύστῳ | τοῖς | Ἀναφλύστοις |
αιτιατική | τὸν | Ἀνάφλυστον | τοὺς | Ἀναφλύστους |
κλητική ὦ! | Ἀνάφλυστε | Ἀνάφλυστοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀναφλύστω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀναφλύστοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἈνάφλυστος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- Ἀνάφλυστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.