Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀνάφλυστος οἱ Ἀνάφλυστοι
      γενική τοῦ Ἀναφλύστου τῶν Ἀναφλύστων
      δοτική τῷ Ἀναφλύστ τοῖς Ἀναφλύστοις
    αιτιατική τὸν Ἀνάφλυστον τοὺς Ἀναφλύστους
     κλητική ! Ἀνάφλυστε Ἀνάφλυστοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀναφλύστω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀναφλύστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀνάφλυστος < ἀνά- + φλύω + -τος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀνάφλυστος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. δήμος των Αθηνών

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία