Ἀναφλύστιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀναφλύστιος | οἱ | Ἀναφλύστιοι |
γενική | τοῦ | Ἀναφλυστίου | τῶν | Ἀναφλυστίων |
δοτική | τῷ | Ἀναφλυστίῳ | τοῖς | Ἀναφλυστίοις |
αιτιατική | τὸν | Ἀναφλύστιον | τοὺς | Ἀναφλυστίους |
κλητική ὦ! | Ἀναφλύστιε | Ἀναφλύστιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀναφλυστίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀναφλυστίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀναφλύστιος < Ἀνάφλυστ(ος) + -ιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἈναφλύστιος αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος του δήμου Αναφλύστου
Πηγές
επεξεργασία- Ἀναφλύστιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.