Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀκυληΐ αἱ Ἀκυληΐαι
      γενική τῆς Ἀκυληΐᾱς τῶν Ἀκυληϊῶν
      δοτική τῇ Ἀκυληΐ ταῖς Ἀκυληΐαις
    αιτιατική τὴν Ἀκυληΐᾱν τὰς Ἀκυληΐᾱς
     κλητική ! Ἀκυληΐ Ἀκυληΐαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀκυληΐ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀκυληΐαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀκυληΐα < (άμεσο δάνειο) λατινική Aquileia

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀκυληΐα θηλυκό

  1. πόλη της Ιταλίας
  2. γυναικείο όνομα

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία