Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀκυλήσιοι
      γενική τῶν Ἀκυλησίων
      δοτική τοῖς Ἀκυλησίοις
    αιτιατική τοὺς Ἀκυλησίους
     κλητική ! Ἀκυλήσιοι
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀκυλήσιοι < Ἀκυληΐα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ἀκυλήσιοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  Πηγές επεξεργασία