Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀζώτιος Ἀζωτί τὸ Ἀζώτιον
      γενική τοῦ Ἀζωτίου τῆς Ἀζωτίᾱς τοῦ Ἀζωτίου
      δοτική τῷ Ἀζωτί τῇ Ἀζωτί τῷ Ἀζωτί
    αιτιατική τὸν Ἀζώτιον τὴν Ἀζωτίᾱν τὸ Ἀζώτιον
     κλητική ! Ἀζώτιε Ἀζωτί Ἀζώτιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Ἀζώτιοι αἱ Ἀζώτιαι τὰ Ἀζώτι
      γενική τῶν Ἀζωτίων τῶν Ἀζωτίων τῶν Ἀζωτίων
      δοτική τοῖς Ἀζωτίοις ταῖς Ἀζωτίαις τοῖς Ἀζωτίοις
    αιτιατική τοὺς Ἀζωτίους τὰς Ἀζωτίᾱς τὰ Ἀζώτι
     κλητική ! Ἀζώτιοι Ἀζώτιαι Ἀζώτι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Ἀζωτίω τὼ Ἀζωτί τὼ Ἀζωτίω
      γεν-δοτ τοῖν Ἀζωτίοιν τοῖν Ἀζωτίαιν τοῖν Ἀζωτίοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀζώτιος < Ἄζωτ(ος) + -ιος

  Επίθετο επεξεργασία

Ἀζώτιος, -α, -ον

  Πηγές επεξεργασία