Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἄφαρκτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
άφρακτος
,
άφραχτος
,
ἄφρακτος
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.3
Ουσιαστικό
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
→
γένη
αρσενικό
&
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
/
ἡ
ἄφαρκτ
ος
τὸ
ἄφαρκτ
ον
γενική
τοῦ
/
τῆς
ἀφάρκτ
ου
τοῦ
ἀφάρκτ
ου
δοτική
τῷ
/
τῇ
ἀφάρκτ
ῳ
τῷ
ἀφάρκτ
ῳ
αιτιατική
τὸν
/
τὴν
ἄφαρκτ
ον
τὸ
ἄφαρκτ
ον
κλητική
ὦ
!
ἄφαρκτ
ε
ἄφαρκτ
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
/
αἱ
ἄφαρκτ
οι
τὰ
ἄφαρκτ
ᾰ
γενική
τῶν
ἀφάρκτ
ων
τῶν
ἀφάρκτ
ων
δοτική
τοῖς
/
ταῖς
ἀφάρκτ
οις
τοῖς
ἀφάρκτ
οις
αιτιατική
τοὺς
/
τὰς
ἀφάρκτ
ους
τὰ
ἄφαρκτ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἄφαρκτ
οι
ἄφαρκτ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀφάρκτ
ω
τὼ
ἀφάρκτ
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ἀφάρκτ
οιν
τοῖν
ἀφάρκτ
οιν
2η κλίση
,
Κατηγορία 'δύσκολος'
όπως «
δύσκολος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἄφαρκτος
< →
δείτε
τις λέξεις
ἄφρακτος
και
φράσσω
Επίθετο
επεξεργασία
ἄφαρκτος, -ος, -ον
αττικός τύπος
του
ἄφρακτος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ἄφαρκτος
(
ναυτικός όρος
)
αττικός τύπος
του
ἄφρακτος