Δείτε επίσης: άφρακτος, άφραχτος, ἄφρακτος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄφαρκτος τὸ ἄφαρκτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀφάρκτου τοῦ ἀφάρκτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀφάρκτ τῷ ἀφάρκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄφαρκτον τὸ ἄφαρκτον
     κλητική ! ἄφαρκτε ἄφαρκτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄφαρκτοι τὰ ἄφαρκτ
      γενική τῶν ἀφάρκτων τῶν ἀφάρκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀφάρκτοις τοῖς ἀφάρκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀφάρκτους τὰ ἄφαρκτ
     κλητική ! ἄφαρκτοι ἄφαρκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀφάρκτω τὼ ἀφάρκτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀφάρκτοιν τοῖν ἀφάρκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄφαρκτος < → δείτε τις λέξεις ἄφρακτος και φράσσω

  Επίθετο επεξεργασία

ἄφαρκτος, -ος, -ον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄφαρκτος