↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄρτημᾰ τὰ ἀρτήμᾰτ
      γενική τοῦ ἀρτήμᾰτος τῶν ἀρτημᾰ́των
      δοτική τῷ ἀρτήμᾰτ τοῖς ἀρτήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄρτημᾰ τὰ ἀρτήμᾰτ
     κλητική ! ἄρτημᾰ ἀρτήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρτήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀρτημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄρτημα < ἀρτάω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄρτημα, -ατος ουδέτερο

  1. σκουλαρίκι
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 69.2
    ἐκ πάντων δὲ ἕνα ἑκάτεροι τρέφουσι κροκόδειλον, δεδιδαγμένον εἶναι χειροήθεα, ἀρτήματά τε λίθινα χυτὰ καὶ χρύσεα ἐς τὰ ὦτα ἐσθέντες καὶ ἀμφιδέας περὶ τοὺς ἐμπροσθίους πόδας καὶ σιτία ἀποτακτὰ διδόντες καὶ ἱρήια καὶ περιέποντες ὡς κάλλιστα ζῶντας·
    Οι δύο αυτοί τόποι τρέφουν ο καθένας τους από έναν κροκόδειλο που τον έχουν γυμνάσει και είναι ήμερος· του κρεμούν στα αυτιά σκουλαρίκια γυάλινα και χρυσά, του φορούν κρικέλια στα μπροστινά του πόδια, του δίνουν ειδική τροφή και σφάγια ιερά, και όσο ζουν αυτοί οι κροκόδειλοι, τους περιποιούνται άριστα·
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. σημαδούρα
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Κάτων, 38.1 @scaife.perseus
    δεδιὼς δὲ τοῦ πλοῦ τὸ μῆκος ἀγγεῖα πολλὰ κατασκευάσας, ὧν ἕκαστον ἐχώρει δύο τάλαντα καὶ δραχμὰς πεντακοσίας, καλώδιον ἑκάστῳ μακρὸν προσήρτησεν, οὗ τῇ ἀρχῇ προσείχετο φελλὸς εὐμεγέθης, ὅπως, εἰ ῥαγείη τὸ πλοῖον, ἔχων διὰ βυθοῦ τὸ ἄρτημα σημαίνοι τὸν τόπον.
  3. (στον πληθυντικό) οι σύνδεσμοι που συνδέουν κυρίως τα μέρη μιας άρθρωσης

Συγγενικά

επεξεργασία