ἄργματα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τὰ | ἄργμᾰτᾰ |
γενική | τῶν | ἀργμᾰ́των |
δοτική | τοῖς | ἄργμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὰ | ἄργμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἄργμᾰτᾰ | |
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- ἄργματα: ἄρχ(ω) + -ματα, πληθυντικός του -μα (υποθετικός τύπος *ἄργμα) με ἀρχ-ματα > ἀργ-ματα. Και τύπος ἄρχματα στον Ησύχιο.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄργματα, -ων ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (για θυσία ή γιορτή) πρωτότοκα ως προσφορά, οι απαρχές
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 446 (446-448)
- Ἦ ῥα καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι, | σπείσας δ᾽ αἴθοπα οἶνον Ὀδυσσῆϊ πτολιπόρθῳ | ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν· ὁ δ᾽ ἕζετο ᾗ παρὰ μοίρῃ.
- Τέλειωσε, και τις απαρχές του ζώου θυσίαζε στους αιωνίους θεούς, | σταλάζοντας κόκκινο σαν τη φλόγα το κρασί, ύστερα την κούπα δίνει | στα χέρια του πολιορκητή Οδυσσέα, τέλος πήρε κι αυτός τη θέση του.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ἦ ῥα καὶ ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι, | σπείσας δ᾽ αἴθοπα οἶνον Ὀδυσσῆϊ πτολιπόρθῳ | ἐν χείρεσσιν ἔθηκεν· ὁ δ᾽ ἕζετο ᾗ παρὰ μοίρῃ.
- ≈ συνώνυμα: ἀπάργματα, ἀπαρχαί
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 446 (446-448)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ἄρχματα (στον Ησύχιο)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- ἄργματα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαἄργματα [ἄργμᾰτα] ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του *ἄργμα
Πηγές
επεξεργασία- ἄργμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄργματα, ἄργμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.