Δείτε επίσης: άναμμα
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄναμμᾰ τὰ ἀνάμμᾰτ
      γενική τοῦ ἀνάμμᾰτος τῶν ἀναμμᾰ́των
      δοτική τῷ ἀνάμμᾰτ τοῖς ἀνάμμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄναμμᾰ τὰ ἀνάμμᾰτ
     κλητική ! ἄναμμᾰ ἀνάμμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνάμμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀναμμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄναμμα (ελληνιστική κοινή) < ἀνάπτω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄναμμα, -ατος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)