ἄναμμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἄναμμᾰ | τὰ | ἀνάμμᾰτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἀνάμμᾰτος | τῶν | ἀναμμᾰ́των | ||||
δοτική | τῷ | ἀνάμμᾰτῐ | τοῖς | ἀνάμμᾰσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | ἄναμμᾰ | τὰ | ἀνάμμᾰτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἄναμμᾰ | ἀνάμμᾰτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνάμμᾰτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀναμμᾰ́τοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄναμμα (ελληνιστική κοινή) < ἀνάπτω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄναμμα, -ατος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- ἄναμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.