↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄμυγμᾰ τὰ ἀμύγμᾰτ
      γενική τοῦ ἀμύγμᾰτος τῶν ἀμυγμᾰ́των
      δοτική τῷ ἀμύγμᾰτ τοῖς ἀμύγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄμυγμᾰ τὰ ἀμύγμᾰτ
     κλητική ! ἄμυγμᾰ ἀμύγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμύγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀμυγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄμυγμα < ἀμύσσω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄμυγμα, -ατος ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία