ἄμυγμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἄμυγμᾰ | τὰ | ἀμύγμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | ἀμύγμᾰτος | τῶν | ἀμυγμᾰ́των |
δοτική | τῷ | ἀμύγμᾰτῐ | τοῖς | ἀμύγμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | ἄμυγμᾰ | τὰ | ἀμύγμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | ἄμυγμᾰ | ἀμύγμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμύγμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀμυγμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄμυγμα < ἀμύσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄμυγμα, -ατος ουδέτερο
- γρατσουνιά, σχίσιμο, αμυχή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 634 (632-634)
- χερόπλακτοι δ᾽ | ἐν στέρνοισι πεσοῦνται | δοῦποι καὶ πολιᾶς ἄμυγμα χαίτας.
- βαριά το στήθος της χτυπώντας με τα δυο της χέρια, | μαδώντας τ᾽ άσπρα της μαλλιά.
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 634 (632-634)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀμύσσω
Πηγές
επεξεργασία- ἄμυγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄμυγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.