ἀμύσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀμύσσω < προθεματικό α + ρίζα μυκ + j = ἀμύκj = ἀμύσσω
Ρήμα
επεξεργασίαἀμύσσω και ἀμύττω στους αττικούς
- ξεσκίζω, κομματιάζω, γδέρνω
- χερσὶ δ᾽ ἄμυσσε στήθεα : τα στήθη ξέσχιζε (οδυρόμενη) (Ιλιάδα, 19ο ή Ραψωδία Τ΄, 284, απόδοση Ιακ. Πολυλά)
- (μεταφορικά) ταράζω, δονώ, πληγώνω
- σὺ δ᾽ ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις χωόμενος : και μες στα στήθια σου η καρδιά θα λαχταράει, θα λιώνει (Ιλιάδα, Ραψωδία Α. 244, απόδοση Αλεξ. Πάλλης) / και σε θα τρώγη ο πόνος (απόδοση Ιάκ. Πολυλάς)
- φρὴν ἀμύσσεται φόβῳ : γεννούν στο νου μου ταραχή (Αισχύλος, Πέρσες, απόδοση Ιωάννης Ζερβός)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- περιαμύττω (γρατσουνάω κάτι ολόγυρα του)