Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀϊεϊαουουοϊουϊσμός μαρτυρείται από το 1830 (Κων.Οικον.) < αϊ για την αρχαία προφορά [ai] της διφθόγγου ⟨αι⟩ + [ei] για την ⟨ει⟩ + αουου για ⟨αυ(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) + οϊ για την ⟨οι⟩ + ουϊ για την ⟨υι⟩ + -(ι)σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀϊεϊαουουοϊουϊσμός αρσενικό

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀϊεϊαουουοϊουϊσμός οἱ ἀϊεϊαουουοϊουϊσμοί
      γενική τοῦ ἀϊεϊαουουοϊουϊσμοῦ τῶν ἀϊεϊαουουοϊουϊσμῶν
      δοτική τῷ ἀϊεϊαουουοϊουϊσμ τοῖς ἀϊεϊαουουοϊουϊσμοῖς
    αιτιατική τὸν ἀϊεϊαουουοϊουϊσμόν τοὺς ἀϊεϊαουουοϊουϊσμούς
     κλητική ! ἀϊεϊαουουοϊουϊσμέ ἀϊεϊαουουοϊουϊσμοί
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ἀϊεϊαουουοϊουϊσμός, σελ. 22, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου