ἀφοπλισμός
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀφοπλισμός | οἱ | ἀφοπλισμοί |
γενική | τοῦ | ἀφοπλισμοῦ | τῶν | ἀφοπλισμῶν |
δοτική | τῷ | ἀφοπλισμῷ | τοῖς | ἀφοπλισμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀφοπλισμόν | τοὺς | ἀφοπλισμούς |
κλητική ὦ! | ἀφοπλισμέ | ἀφοπλισμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀφοπλισμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀφοπλισμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀφοπλισμός < (ελληνιστική κοινή) ἀφοπλίζω < αρχαία ελληνική ἀφοπλίζομαι < ἀπό + ὅπλον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀφοπλισμός αρσενικό