Δείτε επίσης: αρχιράπτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρχιρράπτης οἱ ἀρχιρράπται
      γενική τοῦ ἀρχιρράπτου τῶν ἀρχιρραπτῶν
      δοτική τῷ ἀρχιρράπτ τοῖς ἀρχιρράπταις
    αιτιατική τὸν ἀρχιρράπτην τοὺς ἀρχιρράπτας
     κλητική ! ἀρχιρράπτα ἀρχιρράπται
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀρχιρράπτης / ἀρχιῤῥάπτης: μαρτυρείται από το 1880 σε κείμενο του Παντολέοντος Βάλβη[1] < ἀρχι- + -ρράπτης (δείτε ρρ) < ῥάπτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀρχιρράπτης, -ου (καθαρεύουσα)

  • επικεφαλής ομάδας ραφτών: αρχιράφτης, αρχιράπτης
    ※  Γεώργιος Βιζυηνός, Τὸ μόνον τῆς ζωῆς του ταξείδιον (1884), @el.wikisource
    Ἐν τούτοις εἶχον παρέλθει ἀρκετοὶ μῆνες ἀπὸ τῆς ἀφίξεώς μας καὶ τίποτ’ ἀκόμη δὲν κατωρθώθη. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ μάστορής μου ἦτον ἀρχιρράπτης τῆς Βαλιδὲ-Σουλτάνας, καὶ ἐπειδὴ ἐγὼ ἤμην ὁ μικρότερος τῶν συμμαθητῶν μου, μὲ ἔστελλε τακτικὰ εἰς τὸ παρὰ τὸν Βόσπορον παλάτιον αὐτῆς πότε φέροντα μέγαν «μπόγον» ἐπὶ κεφαλῆς, πότε δὲ ὑπὸ μάλης τὴν μεταξίνην καὶ χρυσόκροσσον «σακκούλαν», μὲ τὰ κατάστιχά του ἐν αὐτῇ.

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 162, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου