ἀρτάνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀρτᾰν- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀρτάνη | αἱ | ἀρτάναι | |
γενική | τῆς | ἀρτάνης | τῶν | ἀρτανῶν | |
δοτική | τῇ | ἀρτάνῃ | ταῖς | ἀρτάναις | |
αιτιατική | τὴν | ἀρτάνην | τὰς | ἀρτάνᾱς | |
κλητική ὦ! | ἀρτάνη | ἀρτάναι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρτάνᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρτάναιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρτάνη < ἀρτάω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρτάνη, -ης θηλυκό
- σχοινί από το οποίο κρεμιέται κάτι
- θηλιά, βρόχος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1266 (1264-1266)
- ὃ δέ, | ὅπως ὁρᾷ νιν, δεινὰ βρυχηθεὶς τάλας, | χαλᾷ κρεμαστὴν ἀρτάνην.
- Όταν την είδε βρυχάται δεινά | και κόβει της κρεμάλας το σκοινί.
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 54 (53-54)
- ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος, | πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·
- Έπειτα εκείνη, που ᾽χε το διπλό τ᾽ όνομα μάνας και γυναίκας του, | με θηλιά στο λαιμό πήε ντροπιασμένη··
- Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνή, διπλοῦν ἔπος, | πλεκταῖσιν ἀρτάναισι λωβᾶται βίον·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1266 (1264-1266)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀρτάω
Πηγές
επεξεργασία- ἀρτάνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρτάνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.