ἀράχνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀράχνη | αἱ | ἀράχναι |
γενική | τῆς | ἀράχνης | τῶν | ἀραχνῶν |
δοτική | τῇ | ἀράχνῃ | ταῖς | ἀράχναις |
αιτιατική | τὴν | ἀράχνην | τὰς | ἀράχνᾱς |
κλητική ὦ! | ἀράχνη | ἀράχναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀράχνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀράχναιν | ||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀράχνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀράχνη, -ης θηλυκό, θηλυκό του ἀράχνης
- (έντομο) αράχνη
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1492 (1492-1493)
- κεῖσαι δ᾽ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδ᾽ | ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων,
- μες σ᾽ αυτά της αράχνης τα δίχτυα γερτός | τη ζωή σου με θάνατον άνομο χάνεις.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- κεῖσαι δ᾽ ἀράχνης ἐν ὑφάσματι τῷδ᾽ | ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Απόσπασμα: 4, ΠΑΙΑΝΕΣ [ΑΠΟΛΛΩΝΙ ΠΥΘΑΙΕΙ ΕΙΣ ΑΣΙΝΗΝ], 4.69-4.70
- ἐν δὲ σιδαροδέτοις πόρπαξιν αἰθᾶν | ἀραχνᾶν ἱστοὶ πέλονται,
- Τα σιδεροδεμένα χερούλια των ασπίδων | αραχνιάζουν,
- Μετάφραση (2012): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- ἐν δὲ σιδαροδέτοις πόρπαξιν αἰθᾶν | ἀραχνᾶν ἱστοὶ πέλονται,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Νικίας, 9.7
- ἐπόθουν τὸν ἀμίαντον καὶ ἀπόλεμον βίον, ἡδέως μὲν ᾀδόντων τὰ τοιαῦτα χορῶν ἀκούοντες· κείσθω δόρυ μοι μίτον ἀμφιπλέκειν ἀράχναις,
- ποθούσαν μια ζωή αναίμακτη χωρίς πόλεμο, ακούοντας με ευχαρίστηση τους χορούς να τραγουδούν τραγούδια σαν και αυτό, ας κείτεται κάτω το δόρυ για χάρη μου και ας πλέκει η αράχνη τον μίτο της γύρω του,
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
- ΣτΕ: Ο Πλούταρχος αναφέρεται σε ένα απόσπασμα της τραγωδίας Ερεχθεύς του Ευριπίδη. @archive.org
- ἐπόθουν τὸν ἀμίαντον καὶ ἀπόλεμον βίον, ἡδέως μὲν ᾀδόντων τὰ τοιαῦτα χορῶν ἀκούοντες· κείσθω δόρυ μοι μίτον ἀμφιπλέκειν ἀράχναις,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1492 (1492-1493)
- (συνεκδοχικά) ιστός αράχνης
- είδος ηλιακού ρολογιού
- (φυτό) είδος φυτού, σφονδύλιον
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαἀράχνη αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- ἀράχνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀράχνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.