Δείτε επίσης: ἀράχνη, Ἀράχνῃ, Ἀράχνη, αράχνη

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ἀράχνῃ αρσενικό ή θηλυκό

  1. δοτική ενικού του ἀράχνης
  2. δοτική ενικού του ἀράχνη