γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἀποχωρησᾰντ-
ονομαστική ἀποχωρήσᾱς ἀποχωρήσᾱσ τὸ ἀποχωρῆσᾰν
      γενική τοῦ ἀποχωρήσᾰντος τῆς ἀποχωρησᾱ́σης τοῦ ἀποχωρήσᾰντος
      δοτική τῷ ἀποχωρήσᾰντ τῇ ἀποχωρησᾱ́σ τῷ ἀποχωρήσᾰντ
    αιτιατική τὸν ἀποχωρήσᾰντ τὴν ἀποχωρήσᾱσᾰν τὸ ἀποχωρῆσᾰν
     κλητική ! ἀποχωρήσᾱς ἀποχωρήσᾱσ ἀποχωρῆσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀποχωρήσᾰντες αἱ ἀποχωρήσᾱσαι τὰ ἀποχωρήσᾰντ
      γενική τῶν ἀποχωρησᾰ́ντων τῶν ἀποχωρησᾱσῶν τῶν ἀποχωρησᾰ́ντων
      δοτική τοῖς ἀποχωρήσᾱσῐ(ν) ταῖς ἀποχωρησᾱ́σαις τοῖς ἀποχωρήσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς ἀποχωρήσᾰντᾰς τὰς ἀποχωρησᾱ́σᾱς τὰ ἀποχωρήσᾰντ
     κλητική ! ἀποχωρήσᾰντες ἀποχωρήσᾱσαι ἀποχωρήσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀποχωρήσᾰντε τὼ ἀποχωρησᾱ́σ τὼ ἀποχωρήσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν ἀποχωρήσᾰ́ντοιν τοῖν ἀποχωρησᾱ́σαιν τοῖν ἀποχωρησᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀποχωρήσας, -ασα, -αν