Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀποχωρήσας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ἀποχωρησᾰντ-
ονομαστική
ὁ
ἀποχωρήσᾱ
ς
ἡ
ἀποχωρήσᾱσ
ᾰ
τὸ
ἀποχωρῆσᾰν
γενική
τοῦ
ἀποχωρήσᾰντ
ος
τῆς
ἀποχωρησᾱ́σ
ης
τοῦ
ἀποχωρήσᾰντ
ος
δοτική
τῷ
ἀποχωρήσᾰντ
ῐ
τῇ
ἀποχωρησᾱ́σ
ῃ
τῷ
ἀποχωρήσᾰντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
ἀποχωρήσᾰντ
ᾰ
τὴν
ἀποχωρήσᾱσ
ᾰν
τὸ
ἀποχωρῆσᾰν
κλητική
ὦ
!
ἀποχωρήσᾱ
ς
ἀποχωρήσᾱσ
ᾰ
ἀποχωρῆσᾰν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀποχωρήσᾰντ
ες
αἱ
ἀποχωρήσᾱσ
αι
τὰ
ἀποχωρήσᾰντ
ᾰ
γενική
τῶν
ἀποχωρησᾰ́ντ
ων
τῶν
ἀποχωρησᾱσ
ῶν
τῶν
ἀποχωρησᾰ́ντ
ων
δοτική
τοῖς
ἀποχωρήσᾱ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
ἀποχωρησᾱ́σ
αις
τοῖς
ἀποχωρήσᾱ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
ἀποχωρήσᾰντ
ᾰς
τὰς
ἀποχωρησᾱ́σ
ᾱς
τὰ
ἀποχωρήσᾰντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἀποχωρήσᾰντ
ες
ἀποχωρήσᾱσ
αι
ἀποχωρήσᾰντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀποχωρήσᾰντ
ε
τὼ
ἀποχωρησᾱ́σ
ᾱ
τὼ
ἀποχωρήσᾰντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
ἀποχωρήσᾰ́ντ
οιν
τοῖν
ἀποχωρησᾱ́σ
αιν
τοῖν
ἀποχωρησᾰ́ντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λύσας'
όπως «
νικήσας
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ἀποχωρήσας, -ασα, -αν
μετοχή
ενεργητικού
αορίστου
(
ἀπεχώρησα
)
του ρήματος
ἀποχωρῶ (ἀποχωρέω)